αναχαιτίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναχαιτίζομαι | αναχαιτιζόμουν(α) | θα αναχαιτίζομαι | να αναχαιτίζομαι | ||
| β' ενικ. | αναχαιτίζεσαι | αναχαιτιζόσουν(α) | θα αναχαιτίζεσαι | να αναχαιτίζεσαι | (αναχαιτίζου) | |
| γ' ενικ. | αναχαιτίζεται | αναχαιτιζόταν(ε) | θα αναχαιτίζεται | να αναχαιτίζεται | ||
| α' πληθ. | αναχαιτιζόμαστε | αναχαιτιζόμαστε αναχαιτιζόμασταν |
θα αναχαιτιζόμαστε | να αναχαιτιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναχαιτίζεστε | αναχαιτιζόσαστε αναχαιτιζόσασταν |
θα αναχαιτίζεστε | να αναχαιτίζεστε | (αναχαιτίζεστε) | |
| γ' πληθ. | αναχαιτίζονται | αναχαιτίζονταν αναχαιτιζόντουσαν |
θα αναχαιτίζονται | να αναχαιτίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναχαιτίστηκα | θα αναχαιτιστώ | να αναχαιτιστώ | αναχαιτιστεί | ||
| β' ενικ. | αναχαιτίστηκες | θα αναχαιτιστείς | να αναχαιτιστείς | αναχαιτίσου | ||
| γ' ενικ. | αναχαιτίστηκε | θα αναχαιτιστεί | να αναχαιτιστεί | |||
| α' πληθ. | αναχαιτιστήκαμε | θα αναχαιτιστούμε | να αναχαιτιστούμε | |||
| β' πληθ. | αναχαιτιστήκατε | θα αναχαιτιστείτε | να αναχαιτιστείτε | αναχαιτιστείτε | ||
| γ' πληθ. | αναχαιτίστηκαν αναχαιτιστήκαν(ε) |
θα αναχαιτιστούν(ε) | να αναχαιτιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναχαιτιστεί | είχα αναχαιτιστεί | θα έχω αναχαιτιστεί | να έχω αναχαιτιστεί | αναχαιτισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναχαιτιστεί | είχες αναχαιτιστεί | θα έχεις αναχαιτιστεί | να έχεις αναχαιτιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναχαιτιστεί | είχε αναχαιτιστεί | θα έχει αναχαιτιστεί | να έχει αναχαιτιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναχαιτιστεί | είχαμε αναχαιτιστεί | θα έχουμε αναχαιτιστεί | να έχουμε αναχαιτιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναχαιτιστεί | είχατε αναχαιτιστεί | θα έχετε αναχαιτιστεί | να έχετε αναχαιτιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναχαιτιστεί | είχαν αναχαιτιστεί | θα έχουν αναχαιτιστεί | να έχουν αναχαιτιστεί | ||
Μεταφράσεις
αναχαιτίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.