αναφλέξιμος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφλέξιμος η αναφλέξιμη το αναφλέξιμο
      γενική του αναφλέξιμου της αναφλέξιμης του αναφλέξιμου
    αιτιατική τον αναφλέξιμο την αναφλέξιμη το αναφλέξιμο
     κλητική αναφλέξιμε αναφλέξιμη αναφλέξιμο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφλέξιμοι οι αναφλέξιμες τα αναφλέξιμα
      γενική των αναφλέξιμων των αναφλέξιμων των αναφλέξιμων
    αιτιατική τους αναφλέξιμους τις αναφλέξιμες τα αναφλέξιμα
     κλητική αναφλέξιμοι αναφλέξιμες αναφλέξιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναφλέξιμος < αναφλέγω + -ιμος

Επίθετο

αναφλέξιμος, -η, -ο

  • που μπορεί να αναφλεγεί ή αναφλέγεται εύκολα
    Το σύνολο του δάσους αποτελεί καύσιμη ύλη, καθώς όλα τα μέρη του (ξηροφυλλοτάπητας, χόρτα, πόες, μικροί και μεγάλοι θάμνοι, δένδρα) είναι αναφλέξιμα υλικά. (*)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.