ανατροφοδοτήσεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ανατροφοδοτήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανατροφοδοτώ
- θα ανατροφοδοτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανατροφοδοτώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ανατροφοδοτήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανατροφοδότηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.