ανατροφοδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- ανατροφοδότηση
- → δείτε τις λέξεις ανά, τροφοδοτώ και τρέφω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ανατροφοδοτώ | ανατροφοδοτούσα | θα ανατροφοδοτώ | να ανατροφοδοτώ | ανατροφοδοτώντας | |
| β' ενικ. | ανατροφοδοτείς | ανατροφοδοτούσες | θα ανατροφοδοτείς | να ανατροφοδοτείς | (ανατροφοδότει) | |
| γ' ενικ. | ανατροφοδοτεί | ανατροφοδοτούσε | θα ανατροφοδοτεί | να ανατροφοδοτεί | ||
| α' πληθ. | ανατροφοδοτούμε | ανατροφοδοτούσαμε | θα ανατροφοδοτούμε | να ανατροφοδοτούμε | ||
| β' πληθ. | ανατροφοδοτείτε | ανατροφοδοτούσατε | θα ανατροφοδοτείτε | να ανατροφοδοτείτε | ανατροφοδοτείτε | |
| γ' πληθ. | ανατροφοδοτούν(ε) | ανατροφοδοτούσαν(ε) | θα ανατροφοδοτούν(ε) | να ανατροφοδοτούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανατροφοδότησα | θα ανατροφοδοτήσω | να ανατροφοδοτήσω | ανατροφοδοτήσει | ||
| β' ενικ. | ανατροφοδότησες | θα ανατροφοδοτήσεις | να ανατροφοδοτήσεις | ανατροφοδότησε | ||
| γ' ενικ. | ανατροφοδότησε | θα ανατροφοδοτήσει | να ανατροφοδοτήσει | |||
| α' πληθ. | ανατροφοδοτήσαμε | θα ανατροφοδοτήσουμε | να ανατροφοδοτήσουμε | |||
| β' πληθ. | ανατροφοδοτήσατε | θα ανατροφοδοτήσετε | να ανατροφοδοτήσετε | ανατροφοδοτήστε | ||
| γ' πληθ. | ανατροφοδότησαν ανατροφοδοτήσαν(ε) |
θα ανατροφοδοτήσουν(ε) | να ανατροφοδοτήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ανατροφοδοτήσει | είχα ανατροφοδοτήσει | θα έχω ανατροφοδοτήσει | να έχω ανατροφοδοτήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ανατροφοδοτήσει | είχες ανατροφοδοτήσει | θα έχεις ανατροφοδοτήσει | να έχεις ανατροφοδοτήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ανατροφοδοτήσει | είχε ανατροφοδοτήσει | θα έχει ανατροφοδοτήσει | να έχει ανατροφοδοτήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ανατροφοδοτήσει | είχαμε ανατροφοδοτήσει | θα έχουμε ανατροφοδοτήσει | να έχουμε ανατροφοδοτήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ανατροφοδοτήσει | είχατε ανατροφοδοτήσει | θα έχετε ανατροφοδοτήσει | να έχετε ανατροφοδοτήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ανατροφοδοτήσει | είχαν ανατροφοδοτήσει | θα έχουν ανατροφοδοτήσει | να έχουν ανατροφοδοτήσει |
| |
Μεταφράσεις
ανατροφοδοτώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.