ανατροφοδοτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανατροφοδοτικός η ανατροφοδοτική το ανατροφοδοτικό
      γενική του ανατροφοδοτικού της ανατροφοδοτικής του ανατροφοδοτικού
    αιτιατική τον ανατροφοδοτικό την ανατροφοδοτική το ανατροφοδοτικό
     κλητική ανατροφοδοτικέ ανατροφοδοτική ανατροφοδοτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανατροφοδοτικοί οι ανατροφοδοτικές τα ανατροφοδοτικά
      γενική των ανατροφοδοτικών των ανατροφοδοτικών των ανατροφοδοτικών
    αιτιατική τους ανατροφοδοτικούς τις ανατροφοδοτικές τα ανατροφοδοτικά
     κλητική ανατροφοδοτικοί ανατροφοδοτικές ανατροφοδοτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανατροφοδοτικός < ανατροφοδότηση + -τικός

Επίθετο

ανατροφοδοτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.