ανατολιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ανατολιστής | οι | ανατολιστές |
| γενική | του | ανατολιστή | των | ανατολιστών |
| αιτιατική | τον | ανατολιστή | τους | ανατολιστές |
| κλητική | ανατολιστή | ανατολιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανατολιστής < Ανατολή + -ιστής (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική orientaliste)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.to.liˈstis/
Ουσιαστικό
ανατολιστής αρσενικό (θηλυκό: ανατολίστρια)
- αυτός που έχει ειδικευτεί στη μελέτη των ανατολικών λαών, της γλώσσας τους, της ιστορίας τους, των εθίμων τους κ.λπ.
Συγγενικά
- ανατολίστρια
- → δείτε τη λέξη ανατολή
Μεταφράσεις
ανατολιστής
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.