ανατολίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ανατολίστρια | οι | ανατολίστριες |
| γενική | της | ανατολίστριας | των | ανατολιστριών |
| αιτιατική | την | ανατολίστρια | τις | ανατολίστριες |
| κλητική | ανατολίστρια | ανατολίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ανατολίστρια < ανατολιστής + -τρια
Μεταφράσεις
ανατολίστρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.