Ανατολή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ανατολή οι Ανατολές
      γενική της Ανατολής των Ανατολών
    αιτιατική την Ανατολή τις Ανατολές
     κλητική Ανατολή Ανατολές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ανατολή < ανατολή
(γεωγραφικός όρος) < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική Orient[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.toˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ανατολή

Κύριο όνομα

Ανατολή θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (περιοχές της Ασίας) η εκτεταμένη περιοχή που βρίσκεται ανατολικά του ευρωπαϊκού κόσμου, της Δύσης, και διαφοροποιείται πολιτισμικά από αυτόν
  3. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Παράγωγα


Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.