ανατολικομεσημβρινός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανατολικομεσημβρινός | η | ανατολικομεσημβρινή | το | ανατολικομεσημβρινό |
| γενική | του | ανατολικομεσημβρινού | της | ανατολικομεσημβρινής | του | ανατολικομεσημβρινού |
| αιτιατική | τον | ανατολικομεσημβρινό | την | ανατολικομεσημβρινή | το | ανατολικομεσημβρινό |
| κλητική | ανατολικομεσημβρινέ | ανατολικομεσημβρινή | ανατολικομεσημβρινό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανατολικομεσημβρινοί | οι | ανατολικομεσημβρινές | τα | ανατολικομεσημβρινά |
| γενική | των | ανατολικομεσημβρινών | των | ανατολικομεσημβρινών | των | ανατολικομεσημβρινών |
| αιτιατική | τους | ανατολικομεσημβρινούς | τις | ανατολικομεσημβρινές | τα | ανατολικομεσημβρινά |
| κλητική | ανατολικομεσημβρινοί | ανατολικομεσημβρινές | ανατολικομεσημβρινά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανατολικομεσημβρινός < ανατολικός + -ο- + μεσημβρινός
Επίθετο
ανατολικομεσημβρινός, -ή, -ό
- νοτιοανατολικός
- ※ Ἐπάνω εἰς τὸ φατνωμένον μέρος τοῦ κτιρίου, πρὸς τὸ ἀνατολικομεσημβρινὸν ἥμισυ, ἵπταντο μετοχαί, ἀπαρέμφατα, ἀντωνυμίαι, καὶ ἐκελάδουν μονοτόνως ἐναλλασσόμενα πρόσωπα καὶ ἀριθμοὶ καὶ ἐγκλίσεις, καὶ ἡ ράβδος ἐκράτει συχνὰ τὸν χρόνον ἐπὶ τῶν νώτων τῶν μαθητῶν. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ωχ βασανάκια)
- που φυσάει από τα νοτιοανατολικά
- που η πρόσοψή του είναι προς τα νοτιοανατολικά
Μεταφράσεις
ανατολικομεσημβρινός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.