νοτιοανατολικά
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /no.ti.o.a.na.to.liˈka/
Ετυμολογία 1
- νοτιοανατολικά < νοτιοανατολικ(ός) + -ά
Επίρρημα
νοτιοανατολικά
- κατεύθυνση νότια και ανατολικά (+ γενική)
- ↪ το Σούνιο βρίσκεται νοτιοανατολικά της Αθήνας
- ↪ το αεροπλάνο κατευθύνεται νοτιοανατολικά
- ΝΑ (συντομογραφία)
-
Σημεία ορίζοντα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- νοτιοανατολικά: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νοτιοανατολικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νοτιοανατολικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.