ανατέμνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανατέμνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνατέμνω < ἀνά (ανα-) + τέμνω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈte.mno/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανατέμνω

Ρήμα

ανατέμνω, πρτ.: ανέτεμνα, απαρ.: ανατάμει/ανατμήσει, αόρ.: ανέταμα/ανέτμησα, παθ.φωνή: ανατέμνομαι, π.αόρ.: ανατμήθηκα, μτχ.π.π.: ανατετμημένος

  1. (λόγιο) κόβω κάποιο σώμα ή κάνω τομές σ' αυτό για ιατρικούς σκοπούς
  2. (λόγιο, μεταφορικά) αναλύω κάτι προσεκτικά και το εξετάζω λεπτομερώς

Συγγενικά

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.