αναρχούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναρχούμαι < άναρχος + -ούμαι

Ρήμα

αναρχούμαι

  1. (πολιτική) κυβερνιέμαι με αναρχικό τρόπο
  2. δεν υπακούω σε συγκεκριμένους κανόνες

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.