αναρρωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αναρρωτήριο | τα | αναρρωτήρια |
| γενική | του | αναρρωτηρίου & αναρρωτήριου |
των | αναρρωτηρίων |
| αιτιατική | το | αναρρωτήριο | τα | αναρρωτήρια |
| κλητική | αναρρωτήριο | αναρρωτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αναρρωτήριο ουδέτερο
- o χώρος νοσηλείας στον οποίο διαμετακομίζονται οι ασθενείς μετά από την οξεία φάση μιας ασθένειας ή μετά από χειρουργική επέμβαση, για να αναρρώσουν
- o εργασιακός χώρος σε μεγάλες επιχειρήσεις, ειδικά για την παροχή πρώτων βοηθειών σε περίπτωση πο χρειαστεί περίθαλψη ένας εργαζόμενος ή που νιώσει αδιαθεσία
- o άλλος χαρακτηρισμός για τους οίκους ευγηρίας αλλά και για κλινικές που δέχονται χρονίως πάσχοντες καθώς και νέους στην ηλικία ασθενείς οι οποίοι ομως χρειάζονται ειδική φροντίδα (π.χ. παρατεταμένη και εντατική φυσιοθεραπεία μετά από σοβαρό ατύχημα, εγκεφαλικό επεισόδιο κ.λπ.)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.