ευγηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευγηρία οι ευγηρίες
      γενική της ευγηρίας των ευγηριών
    αιτιατική την ευγηρία τις ευγηρίες
     κλητική ευγηρία ευγηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευγηρία < αρχαία ελληνική εὐγηρία < εὔγηρος < εὖ + γῆρας

Ουσιαστικό

ευγηρία θηλυκό

  • (λόγιο) το να έχει κάποιος καλά γεράματα, καλή ζωή στα γεράματά του

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.