αναρρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναρρωμένος | η | αναρρωμένη | το | αναρρωμένο |
| γενική | του | αναρρωμένου | της | αναρρωμένης | του | αναρρωμένου |
| αιτιατική | τον | αναρρωμένο | την | αναρρωμένη | το | αναρρωμένο |
| κλητική | αναρρωμένε | αναρρωμένη | αναρρωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναρρωμένοι | οι | αναρρωμένες | τα | αναρρωμένα |
| γενική | των | αναρρωμένων | των | αναρρωμένων | των | αναρρωμένων |
| αιτιατική | τους | αναρρωμένους | τις | αναρρωμένες | τα | αναρρωμένα |
| κλητική | αναρρωμένοι | αναρρωμένες | αναρρωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναρρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναρρώνω
Μεταφράσεις
αναρρωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.