αναρρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναρρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀναρρώννυμι
Ρήμα
αναρρώνω
- γίνομαι ξανά υγιής μετά από ασθένεια ή τραυματισμό, βρίσκομαι στο στάδιο της ανάρρωσης
- (μεταφορικά) επανέρχομαι στην πρότερη καλή κατάσταση μετά από σοβαρή δοκιμασία, πρόβλημα κλπ.
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναρρώνω | ανάρρωνα | θα αναρρώνω | να αναρρώνω | αναρρώνοντας | |
| β' ενικ. | αναρρώνεις | ανάρρωνες | θα αναρρώνεις | να αναρρώνεις | ανάρρωνε | |
| γ' ενικ. | αναρρώνει | ανάρρωνε | θα αναρρώνει | να αναρρώνει | ||
| α' πληθ. | αναρρώνουμε | αναρρώναμε | θα αναρρώνουμε | να αναρρώνουμε | ||
| β' πληθ. | αναρρώνετε | αναρρώνατε | θα αναρρώνετε | να αναρρώνετε | αναρρώνετε | |
| γ' πληθ. | αναρρώνουν(ε) | ανάρρωναν αναρρώναν(ε) |
θα αναρρώνουν(ε) | να αναρρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανάρρωσα | θα αναρρώσω | να αναρρώσω | αναρρώσει | ||
| β' ενικ. | ανάρρωσες | θα αναρρώσεις | να αναρρώσεις | ανάρρωσε | ||
| γ' ενικ. | ανάρρωσε | θα αναρρώσει | να αναρρώσει | |||
| α' πληθ. | αναρρώσαμε | θα αναρρώσουμε | να αναρρώσουμε | |||
| β' πληθ. | αναρρώσατε | θα αναρρώσετε | να αναρρώσετε | αναρρώστε | ||
| γ' πληθ. | ανάρρωσαν αναρρώσαν(ε) |
θα αναρρώσουν(ε) | να αναρρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναρρώσει | είχα αναρρώσει | θα έχω αναρρώσει | να έχω αναρρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναρρώσει | είχες αναρρώσει | θα έχεις αναρρώσει | να έχεις αναρρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναρρώσει | είχε αναρρώσει | θα έχει αναρρώσει | να έχει αναρρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναρρώσει | είχαμε αναρρώσει | θα έχουμε αναρρώσει | να έχουμε αναρρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναρρώσει | είχατε αναρρώσει | θα έχετε αναρρώσει | να έχετε αναρρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναρρώσει | είχαν αναρρώσει | θα έχουν αναρρώσει | να έχουν αναρρώσει |
| |
- Σημείωση: Ο αόριστος στην οριστική και ανέρρωσα.
Μεταφράσεις
αναρρώνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.