ἀναρπάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἀναρπάζω
Συγγενικά
- ἀναρπᾰγή
- ἀναρπαστός
- και → δείτε τη λέξη ἁρπάζω
- (νέα ελληνικά, σπάνιο) αναρπάζω
Αναφορές
- ἀναρπάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀναρπάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.