λαφυραγωγώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λαφυραγωγώ < (ελληνιστική κοινή) λαφυραγωγέω, -ῶ

Ρήμα

λαφυραγωγώ

  1. παίρνω λάφυρα από τον αντίπαλο, αρπάζω αντικείμενα αξίας μετά από σύγκρουση
    Οι αντινατοϊκοί διαδηλωτές έβαλαν φωτιά σε ελαστικά στο κέντρο της πόλης, εκτόξευσαν βόμβες μολότοφ κατά των αστυνομικών, έσπασαν βιτρίνες και σε ορισμένες περιπτώσεις λαφυραγώγησαν το εσωτερικό των καταστημάτων. ("Σε πεδίο μάχης μετατράπηκε το Στρασβούργο", από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 5 Απριλίου 2009)

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.