αναποτελεσματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναποτελεσματικότητα | οι | αναποτελεσματικότητες |
| γενική | της | αναποτελεσματικότητας | των | αναποτελεσματικοτήτων |
| αιτιατική | την | αναποτελεσματικότητα | τις | αναποτελεσματικότητες |
| κλητική | αναποτελεσματικότητα | αναποτελεσματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναποτελεσματικότητα < αναποτελεσματικ(ός) + -ότητα
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.po.te.le.zma.tiˈko.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐πο‐τε‐λε‐σμα‐τι‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
αναποτελεσματικότητα θηλυκό
- η μη αποτελεσματικότητα, το αρνητικό αποτέλεσμα μιας προσπάθειας, εκείνο που δεν φέρνει το ποθητό αποτέλεσμα χωρίς απαραιτήτως να φέρει και κάτι κακό, η αδυναμία ανθρώπων ή μέσων να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος
Μεταφράσεις
αναποτελεσματικότητα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.