αποπληρωτής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποπληρωτής οι αποπληρωτές
      γενική του αποπληρωτή των αποπληρωτών
    αιτιατική τον αποπληρωτή τους αποπληρωτές
     κλητική αποπληρωτή αποπληρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποπληρωτής < αποπληρώνω + -τής

Ουσιαστικό

αποπληρωτής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.