κακοπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κακοπληρωτής | οι | κακοπληρωτές |
| γενική | του | κακοπληρωτή | των | κακοπληρωτών |
| αιτιατική | τον | κακοπληρωτή | τους | κακοπληρωτές |
| κλητική | κακοπληρωτή | κακοπληρωτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κακοπληρωτής < κακοπληρώ(νω) (κακο- + πληρώνω) + -τής
Ουσιαστικό
κακοπληρωτής αρσενικό
- που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις, ιδίως στην αποπληρωμή των χρεών του
Συνώνυμα
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.