αναμαλλιασμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναμαλλιασμένος η αναμαλλιασμένη το αναμαλλιασμένο
      γενική του αναμαλλιασμένου της αναμαλλιασμένης του αναμαλλιασμένου
    αιτιατική τον αναμαλλιασμένο την αναμαλλιασμένη το αναμαλλιασμένο
     κλητική αναμαλλιασμένε αναμαλλιασμένη αναμαλλιασμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναμαλλιασμένοι οι αναμαλλιασμένες τα αναμαλλιασμένα
      γενική των αναμαλλιασμένων των αναμαλλιασμένων των αναμαλλιασμένων
    αιτιατική τους αναμαλλιασμένους τις αναμαλλιασμένες τα αναμαλλιασμένα
     κλητική αναμαλλιασμένοι αναμαλλιασμένες αναμαλλιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αναμαλλιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναμαλλιάζω

Μετοχή

αναμαλλιασμένος, -η, -ο

 δείτε τη λέξη αναμαλλιάζω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.