αναμαλλιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναμαλλιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
αναμαλλιάζω
- (μεταβατικό) ανακατώνω τα μαλλιά
- (αμετάβατο) ανατριχιάζω
- (αμετάβατο) (για ύφασμα) βγάζω χνούδι
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναμαλλιάζω | αναμάλλιαζα | θα αναμαλλιάζω | να αναμαλλιάζω | αναμαλλιάζοντας | |
| β' ενικ. | αναμαλλιάζεις | αναμάλλιαζες | θα αναμαλλιάζεις | να αναμαλλιάζεις | αναμάλλιαζε | |
| γ' ενικ. | αναμαλλιάζει | αναμάλλιαζε | θα αναμαλλιάζει | να αναμαλλιάζει | ||
| α' πληθ. | αναμαλλιάζουμε | αναμαλλιάζαμε | θα αναμαλλιάζουμε | να αναμαλλιάζουμε | ||
| β' πληθ. | αναμαλλιάζετε | αναμαλλιάζατε | θα αναμαλλιάζετε | να αναμαλλιάζετε | αναμαλλιάζετε | |
| γ' πληθ. | αναμαλλιάζουν(ε) | αναμάλλιαζαν αναμαλλιάζαν(ε) |
θα αναμαλλιάζουν(ε) | να αναμαλλιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναμάλλιασα | θα αναμαλλιάσω | να αναμαλλιάσω | αναμαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | αναμάλλιασες | θα αναμαλλιάσεις | να αναμαλλιάσεις | αναμάλλιασε | ||
| γ' ενικ. | αναμάλλιασε | θα αναμαλλιάσει | να αναμαλλιάσει | |||
| α' πληθ. | αναμαλλιάσαμε | θα αναμαλλιάσουμε | να αναμαλλιάσουμε | |||
| β' πληθ. | αναμαλλιάσατε | θα αναμαλλιάσετε | να αναμαλλιάσετε | αναμαλλιάστε | ||
| γ' πληθ. | αναμάλλιασαν αναμαλλιάσαν(ε) |
θα αναμαλλιάσουν(ε) | να αναμαλλιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναμαλλιάσει | είχα αναμαλλιάσει | θα έχω αναμαλλιάσει | να έχω αναμαλλιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναμαλλιάσει | είχες αναμαλλιάσει | θα έχεις αναμαλλιάσει | να έχεις αναμαλλιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αναμαλλιάσει | είχε αναμαλλιάσει | θα έχει αναμαλλιάσει | να έχει αναμαλλιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναμαλλιάσει | είχαμε αναμαλλιάσει | θα έχουμε αναμαλλιάσει | να έχουμε αναμαλλιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναμαλλιάσει | είχατε αναμαλλιάσει | θα έχετε αναμαλλιάσει | να έχετε αναμαλλιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναμαλλιάσει | είχαν αναμαλλιάσει | θα έχουν αναμαλλιάσει | να έχουν αναμαλλιάσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναμαλλιάζομαι | αναμαλλιαζόμουν(α) | θα αναμαλλιάζομαι | να αναμαλλιάζομαι | ||
| β' ενικ. | αναμαλλιάζεσαι | αναμαλλιαζόσουν(α) | θα αναμαλλιάζεσαι | να αναμαλλιάζεσαι | (αναμαλλιάζου) | |
| γ' ενικ. | αναμαλλιάζεται | αναμαλλιαζόταν(ε) | θα αναμαλλιάζεται | να αναμαλλιάζεται | ||
| α' πληθ. | αναμαλλιαζόμαστε | αναμαλλιαζόμαστε αναμαλλιαζόμασταν |
θα αναμαλλιαζόμαστε | να αναμαλλιαζόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναμαλλιάζεστε | αναμαλλιαζόσαστε αναμαλλιαζόσασταν |
θα αναμαλλιάζεστε | να αναμαλλιάζεστε | (αναμαλλιάζεστε) | |
| γ' πληθ. | αναμαλλιάζονται | αναμαλλιάζονταν αναμαλλιαζόντουσαν |
θα αναμαλλιάζονται | να αναμαλλιάζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναμαλλιάστηκα | θα αναμαλλιαστώ | να αναμαλλιαστώ | αναμαλλιαστεί | ||
| β' ενικ. | αναμαλλιάστηκες | θα αναμαλλιαστείς | να αναμαλλιαστείς | αναμαλλιάσου | ||
| γ' ενικ. | αναμαλλιάστηκε | θα αναμαλλιαστεί | να αναμαλλιαστεί | |||
| α' πληθ. | αναμαλλιαστήκαμε | θα αναμαλλιαστούμε | να αναμαλλιαστούμε | |||
| β' πληθ. | αναμαλλιαστήκατε | θα αναμαλλιαστείτε | να αναμαλλιαστείτε | αναμαλλιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | αναμαλλιάστηκαν αναμαλλιαστήκαν(ε) |
θα αναμαλλιαστούν(ε) | να αναμαλλιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναμαλλιαστεί | είχα αναμαλλιαστεί | θα έχω αναμαλλιαστεί | να έχω αναμαλλιαστεί | αναμαλλιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναμαλλιαστεί | είχες αναμαλλιαστεί | θα έχεις αναμαλλιαστεί | να έχεις αναμαλλιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναμαλλιαστεί | είχε αναμαλλιαστεί | θα έχει αναμαλλιαστεί | να έχει αναμαλλιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναμαλλιαστεί | είχαμε αναμαλλιαστεί | θα έχουμε αναμαλλιαστεί | να έχουμε αναμαλλιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναμαλλιαστεί | είχατε αναμαλλιαστεί | θα έχετε αναμαλλιαστεί | να έχετε αναμαλλιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναμαλλιαστεί | είχαν αναμαλλιαστεί | θα έχουν αναμαλλιαστεί | να έχουν αναμαλλιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναμαλλιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αναμαλλιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναμαλλιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναμαλλιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναμαλλιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναμαλλιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναμαλλιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναμαλλιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αναμαλλιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.