αναλογισθείς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναλογισθείς & αναλογισθέντας |
η | αναλογισθείσα | το | αναλογισθέν |
| γενική | του | αναλογισθέντος & αναλογισθέντα |
της | αναλογισθείσας & αναλογισθείσης* |
του | αναλογισθέντος |
| αιτιατική | τον | αναλογισθέντα | την | αναλογισθείσα | το | αναλογισθέν |
| κλητική | αναλογισθείς & αναλογισθέντα |
αναλογισθείσα | αναλογισθέν | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναλογισθέντες | οι | αναλογισθείσες | τα | αναλογισθέντα |
| γενική | των | αναλογισθέντων | των | αναλογισθεισών | των | αναλογισθέντων |
| αιτιατική | τους | αναλογισθέντες | τις | αναλογισθείσες | τα | αναλογισθέντα |
| κλητική | αναλογισθέντες | αναλογισθείσες | αναλογισθέντα | |||
| Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναλογισθείς < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναλογίζομαι
Μετοχή
αναλογισθείς
- όταν αναλογίσθηκε , καθώς αναλογίσθηκε, αναλογιζόμενος
- διασκεδασθέντος του μεγίστου τούτου κινδύνου, οι εν Μύλοις και εν Κεφαλαρίω εστρατοπεδευμένοι Έλληνες, αναλογισθέντες ότι η έξοδος των εν τη ακροπόλει... (Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Σπ. Τρικούπης)
Μεταφράσεις
αναλογισθείς
|
|
Ρηματικός τύπος
αναλογισθείς
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αναλογίζομαι
- θα αναλογισθείς: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αναλογίζομαι (και αναλογιστείς)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.