ανακατωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανακατωμένος | η | ανακατωμένη | το | ανακατωμένο |
| γενική | του | ανακατωμένου | της | ανακατωμένης | του | ανακατωμένου |
| αιτιατική | τον | ανακατωμένο | την | ανακατωμένη | το | ανακατωμένο |
| κλητική | ανακατωμένε | ανακατωμένη | ανακατωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανακατωμένοι | οι | ανακατωμένες | τα | ανακατωμένα |
| γενική | των | ανακατωμένων | των | ανακατωμένων | των | ανακατωμένων |
| αιτιατική | τους | ανακατωμένους | τις | ανακατωμένες | τα | ανακατωμένα |
| κλητική | ανακατωμένοι | ανακατωμένες | ανακατωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανακατωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανακατώνω
Εκφράσεις
- ανακατωμένος ο ερχόμενος
Μεταφράσεις
ανακατωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.