ανακάτωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανακάτωση οι ανακατώσεις
      γενική της ανακάτωσης των ανακατώσεων
    αιτιατική την ανακάτωση τις ανακατώσεις
     κλητική ανακάτωση ανακατώσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανακάτωση < ανακατώνω

Ουσιαστικό

ανακάτωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.