ανακατωτά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
ανακατωτά < ανακατωτός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ka.toˈta/
Επίρρημα
ανακατωτά
- ανακατεμένα, σε χρήση στη φράση απ' έξω κι ανακατατωτά, από τη συνήθεια των δασκάλων μέχρι το 19ο αιώνα να ζητούν από τους μαθητές να απαγγέλλουν το αλφάβητο όχι μόνον με τη σειρά από την αρχή μέχρι το τέλος αλλά και τρόπον τινά σε αντίστροφα ζεύγη, δηλαδή άλφα ωμέγα, βήτα ψί, γάμα χι κ.ο.κ. (κάτι που δεν εκφράζει χαώδες ανακάτεμα, αλλά απλώς άλλη κατανομή και τάξη)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.