ανακαλύψεις
Νέα ελληνικά (el)
Ρηματικός τύπος
ανακαλύψεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω
- θα ανακαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλύπτω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
ανακαλύψεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.