ανακαλύψεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

ανακαλύψεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανακαλύπτω
  2. θα ανακαλύψεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανακαλύπτω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

ανακαλύψεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανακάλυψη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.