αναζωπύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναζωπύρωση οι αναζωπυρώσεις
      γενική της αναζωπύρωσης* των αναζωπυρώσεων
    αιτιατική την αναζωπύρωση τις αναζωπυρώσεις
     κλητική αναζωπύρωση αναζωπυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναζωπυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναζωπύρωση < ελληνιστική κοινή ἀναζωπύρωσις < αναζωπυρόω < αρχαία ελληνική ἀναζωπυρέω

Ουσιαστικό

αναζωπύρωση θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αναζωπυρώνω
    η αναζωπύρωση της φωτιάς
  2. (μεταφορικά) η αναζωογόνηση
    η αναζωπύρωση του παλιού μίσους

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.