αναζωπύρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναζωπύρηση οι αναζωπυρήσεις
      γενική της αναζωπύρησης* των αναζωπυρήσεων
    αιτιατική την αναζωπύρηση τις αναζωπυρήσεις
     κλητική αναζωπύρηση αναζωπυρήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αναζωπυρήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναζωπύρηση < ελληνιστική κοινή ἀναζωπύρησις < αρχαία ελληνική ἀναζωπυρέω

Ουσιαστικό

αναζωπύρηση θηλυκό

Πηγές

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.