lector

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

lector (en)

  1. ο αναγνώστης (λαϊκός που διαβάζει τα ιερά κείμενα κατά τη διάρκεια εκκλησιαστικής ακολουθίας)
  2. λέκτορας (πανεπιστημιακός)
     συνώνυμα: lecturer, reader



Ρουμανικά (ro)

Ουσιαστικό

lector (ro) αρσενικό

  1. ο λέκτορας
  2. ο αναγνώστης

Κλίση

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.