καμπινές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καμπινές | οι | καμπινέδες |
| γενική | του | καμπινέ | των | καμπινέδων |
| αιτιατική | τον | καμπινέ | τους | καμπινέδες |
| κλητική | καμπινέ | καμπινέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καμπινές < (λόγιο δάνειο) γαλλική cabinet + -ς για προσαρμογή στην κλίση [1] < cabine < αγγλική cabin < μεσαιωνική λατινική capanna / cabanna
- καμπινέ (άκλιτο)
Μεταφράσεις
καμπινές
|
Αναφορές
- καμπινές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.