αναγκαιότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναγκαιότητα οι αναγκαιότητες
      γενική της αναγκαιότητας των αναγκαιοτήτων
    αιτιατική την αναγκαιότητα τις αναγκαιότητες
     κλητική αναγκαιότητα αναγκαιότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναγκαιότητα < αναγκαίος + -ότητα

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naŋ.ɟeˈo.ti.ta/

Ουσιαστικό

αναγκαιότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του αναγκαίου· αναφέρεται ως επί το πλείστον σε κάτι που το επιβάλλουν οι συνθήκες αλλά και η λογική, η ηθική ή η δεοντολογία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.