αναγεγραμμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αναγεγραμμένος | η | αναγεγραμμένη | το | αναγεγραμμένο |
| γενική | του | αναγεγραμμένου | της | αναγεγραμμένης | του | αναγεγραμμένου |
| αιτιατική | τον | αναγεγραμμένο | την | αναγεγραμμένη | το | αναγεγραμμένο |
| κλητική | αναγεγραμμένε | αναγεγραμμένη | αναγεγραμμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αναγεγραμμένοι | οι | αναγεγραμμένες | τα | αναγεγραμμένα |
| γενική | των | αναγεγραμμένων | των | αναγεγραμμένων | των | αναγεγραμμένων |
| αιτιατική | τους | αναγεγραμμένους | τις | αναγεγραμμένες | τα | αναγεγραμμένα |
| κλητική | αναγεγραμμένοι | αναγεγραμμένες | αναγεγραμμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αναγεγραμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναγράφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.