αθόρυβα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αθόρυβα < αθόρυβος

Επίρρημα

αθόρυβα

  1. χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος
  2. (μεταφορικά) στο παρασκήνιο, χωρίς να θέλει κάποιος να τραβήξει την προσοχή των άλλων, κυρίως από σεμνότητα
    εργάζεται τόσο χρόνια παραγωγικά και αθόρυβα και μόλις τώρα αναγνωρίστηκε η προσφορά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.