ανήξερος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήξερος | η | ανήξερη | το | ανήξερο |
| γενική | του | ανήξερου | της | ανήξερης | του | ανήξερου |
| αιτιατική | τον | ανήξερο | την | ανήξερη | το | ανήξερο |
| κλητική | ανήξερε | ανήξερη | ανήξερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήξεροι | οι | ανήξερες | τα | ανήξερα |
| γενική | των | ανήξερων | των | ανήξερων | των | ανήξερων |
| αιτιατική | τους | ανήξερους | τις | ανήξερες | τα | ανήξερα |
| κλητική | ανήξεροι | ανήξερες | ανήξερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανήξερος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
ανήξερος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει πληροφορίες, που δεν είναι ενημερωμένος, που δεν ξέρει για ένα θέμα
- ※ Ένα τέτοιο μούτρο, σ' ένα έρημο νυχτερινό μονοπάτι, είναι ικανό να κόψει το αίμα του ανήξερου διαβάτη. (Μ. Καραγάτσης Με τον Καραβέλη στον Όλυμπο (1935) [διήγημα])
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.