mineur
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Επίθετο
| γένος | ενικός | πληθυντικός |
|---|---|---|
| αρσενικό | mineur | mineurs |
| θηλυκό | mineure | mineures |
mineur (fr)
- (παρωχημένο) μικρότερος, κατώτερος, μικρός
- l'Asie Mineure - η Μικρά Ασία
- δευτερεύων
- un sujet mineur - ένα δευτερεύον θέμα
- (μουσική) ελάσσων
- gamme mineure - ελάσσονα κλίμακα
- ανήλικος
- interdit aux mineurs - ακατάλληλο δι' ανηλίκους
Αντώνυμα
Ετυμολογία
- mineur < mine
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| mineur | mineurs |
mineur (fr) αρσενικό
- ανθρακωρύχος
- (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που τοποθετεί νάρκες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.