mineur

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

mineur < λατινική minor

Προφορά

 

Επίθετο

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mineur mineurs
θηλυκό mineure mineures

mineur (fr)

  1. (παρωχημένο) μικρότερος, κατώτερος, μικρός
    l'Asie Mineure - η Μικρά Ασία
  2. δευτερεύων
    un sujet mineur - ένα δευτερεύον θέμα
  3. (μουσική) ελάσσων
    gamme mineure - ελάσσονα κλίμακα
  4. ανήλικος
    interdit aux mineurs - ακατάλληλο δι' ανηλίκους

Ουσιαστικό

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό mineur mineurs
θηλυκό mineure mineures

mineur (fr)

Αντώνυμα

Ετυμολογία

mineur < mine

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mineur mineurs

mineur (fr) αρσενικό

  1. ανθρακωρύχος
  2. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που τοποθετεί νάρκες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.