ανήκεστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανήκεστος | η | ανήκεστος & ανήκεστη |
το | ανήκεστο |
| γενική | του | ανηκέστου & ανήκεστου |
της | ανηκέστου & ανήκεστης |
του | ανηκέστου & ανήκεστου |
| αιτιατική | τον | ανήκεστο | την | ανήκεστο & ανήκεστη |
το | ανήκεστο |
| κλητική | ανήκεστε | ανήκεστε & ανήκεστη |
ανήκεστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανήκεστοι | οι | ανήκεστοι & ανήκεστες |
τα | ανήκεστα |
| γενική | των | ανηκέστων & ανήκεστων |
των | ανηκέστων & ανήκεστων |
των | ανηκέστων & ανήκεστων |
| αιτιατική | τους | ανηκέστους & ανήκεστους |
τις | ανηκέστους & ανήκεστες |
τα | ανήκεστα |
| κλητική | ανήκεστοι | ανήκεστοι & ανήκεστες |
ανήκεστα | |||
| Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι. | ||||||
| Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανήκεστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνήκεστος[1] < ἀκεστός[2] < ἀκέομαι[3]
Επίθετο
ανήκεστος, -ος/-η, -ο
- (λόγιο) που δεν θεραπεύεται
- μόνο στη φράση: ανήκεστος (ή ανήκεστη) βλάβη στην υγεία
- αποφυλακίστηκε λόγω «ανηκέστου βλάβης»
- μόνο στη φράση: ανήκεστος (ή ανήκεστη) βλάβη στην υγεία
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ανήκεστος
- ανήκεστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ἀκεστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ἀνήκεστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.