αμφορίσκος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμφορίσκος οι αμφορίσκοι
      γενική του αμφορίσκου των αμφορίσκων
    αιτιατική τον αμφορίσκο τους αμφορίσκους
     κλητική αμφορίσκε αμφορίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφορίσκος < αρχαία ελληνική ἀμφορίσκος < ἀμφορεύς [1] Συγχρονικά αναλύεται σε αμφορ(έας) + -ίσκος.

Προφορά

ΔΦΑ : /aɱ.foˈɾi.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμφορίσκος

Ουσιαστικό

Αμφορίσκος από την Τίρυνθα της Αργολίδας, 1025-900 π.Χ., Αρχαιολογικό Μουσείο Ναυπλίου

αμφορίσκος αρσενικό

  • (κεραμική, αρχαιολογία) ο μικρός αμφορέας
      Ως αμφορίσκοι χαρακτηρίζονται τα αγγεία με υψηλότερο ή χαμηλότερο στενό λαιμό, ο οποίος συμφύεται ομαλά ή με γωνία στο σφαιρικό σώμα του αγγείου και φέρουν δύο, συνήθως, λαβές τοποθετημένες στο λαιμό ή στο σώμα.
    Π. Χ. Χρυσοστόμου, Ι. Ασλάνης, και Α. Χρυσοστόμου, Αγροσυκιά: ένας οικισμός των προϊστορικών και ιστορικών χρόνων. Ινστιτούτο Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος, Παράρτημα Βεροίας, Εθνικόν Ίδρυμα Ερευνών, 2007, σελ. 84.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. αμφορίσκος -  Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.