ἀμφορεύς

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμφορεύς οἱ ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς*
      γενική τοῦ ἀμφορέως τῶν ἀμφορέων
      δοτική τῷ ἀμφορεῖ τοῖς ἀμφορεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμφορέ τοὺς ἀμφορέᾱς
     κλητική ! ἀμφορεῦ ἀμφορεῖς - ἀμφορῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμφορ1 ή ἀμφορεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  ἀμφορέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἀμφορεύς < απλολογία του ἀμφιφορεύς

Ουσιαστικό

ἀμφορεύς αρσενικό

  1. (κεραμική) ο αμφορέας
  2. μετρητής υγρών

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.