αμφιφυλόφιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμφιφυλόφιλος | η | αμφιφυλόφιλη | το | αμφιφυλόφιλο |
| γενική | του | αμφιφυλόφιλου | της | αμφιφυλόφιλης | του | αμφιφυλόφιλου |
| αιτιατική | τον | αμφιφυλόφιλο | την | αμφιφυλόφιλη | το | αμφιφυλόφιλο |
| κλητική | αμφιφυλόφιλε | αμφιφυλόφιλη | αμφιφυλόφιλο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμφιφυλόφιλοι | οι | αμφιφυλόφιλες | τα | αμφιφυλόφιλα |
| γενική | των | αμφιφυλόφιλων | των | αμφιφυλόφιλων | των | αμφιφυλόφιλων |
| αιτιατική | τους | αμφιφυλόφιλους | τις | αμφιφυλόφιλες | τα | αμφιφυλόφιλα |
| κλητική | αμφιφυλόφιλοι | αμφιφυλόφιλες | αμφιφυλόφιλα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ουσιαστικό
αμφιφυλόφιλος αρσενικό (θηλυκό: αμφιφυλόφιλη)
- (νεολογισμός) αυτός που τον έλκουν σεξουαλικά άτομα και των δύο φύλων
- Σε αυτό το συμπαγές κτίσμα με τα τρία δωμάτια όπου δεσπόζει το έμβλημα της οικογένειας- ένα λιοντάρι με περικεφαλαία πάνω σε μια ριγωτή ασπίδα- γεννήθηκε το 1452 ο διασημότερος καλλιτέχνης του κόσμου: νόθος γιος ενός συμβολαιογράφου και μιας χωριατοπούλας, αμφιφυλόφιλος, μοναχικός, χορτοφάγος και αριστερόχειρας, ζωγράφος, σχεδιαστής, σκηνογράφος, μηχανικός, ο πιο «φιλοπερίεργος άνθρωπος της ιστορίας», όπως τον χαρακτήρισε ένας από τους βιογράφους του, ο άνθρωπος που προτιμούσε την εμπειρία από τη θεωρία και ο οποίος έγραψε 6.000 σελίδες που για να τις διαβάσει κανείς πρέπει να χρησιμοποιήσει καθρέφτη. (*)
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.