αμφιδρόμηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμφιδρόμηση οι αμφιδρομήσεις
      γενική της αμφιδρόμησης* των αμφιδρομήσεων
    αιτιατική την αμφιδρόμηση τις αμφιδρομήσεις
     κλητική αμφιδρόμηση αμφιδρομήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αμφιδρομήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμφιδρόμηση < αμφι- + δρόμος + -ηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική two-way)

Ουσιαστικό

αμφιδρόμηση θηλυκό

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.