αμπερομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμπερομετρικός | η | αμπερομετρική | το | αμπερομετρικό |
| γενική | του | αμπερομετρικού | της | αμπερομετρικής | του | αμπερομετρικού |
| αιτιατική | τον | αμπερομετρικό | την | αμπερομετρική | το | αμπερομετρικό |
| κλητική | αμπερομετρικέ | αμπερομετρική | αμπερομετρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμπερομετρικοί | οι | αμπερομετρικές | τα | αμπερομετρικά |
| γενική | των | αμπερομετρικών | των | αμπερομετρικών | των | αμπερομετρικών |
| αιτιατική | τους | αμπερομετρικούς | τις | αμπερομετρικές | τα | αμπερομετρικά |
| κλητική | αμπερομετρικοί | αμπερομετρικές | αμπερομετρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμπερομετρικός < αμπερόμετρο + -ικός < γαλλική ampèremètre
Μεταφράσεις
αμπερομετρικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.