αμπερόμετρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπερόμετρο τα αμπερόμετρα
      γενική του αμπερόμετρου των αμπερόμετρων
    αιτιατική το αμπερόμετρο τα αμπερόμετρα
     κλητική αμπερόμετρο αμπερόμετρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπερόμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική ampèremètre, αμπέρ + -ό- + -μετρο [1]

Ουσιαστικό

αμπερόμετρο ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.