αμπερόμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | αμπερόμετρο | τα | αμπερόμετρα |
| γενική | του | αμπερόμετρου | των | αμπερόμετρων |
| αιτιατική | το | αμπερόμετρο | τα | αμπερόμετρα |
| κλητική | αμπερόμετρο | αμπερόμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμπερόμετρο < (λόγιο δάνειο) γαλλική ampèremètre, αμπέρ + -ό- + -μετρο [1]
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αμπέρ
Αναφορές
- αμπερόμετρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.