αμπέρ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αμπέρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική ampère < Ampère, το επώνυμο του Γάλλου φυσικού Αντρέ Μαρί Αμπέρ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /amˈbeɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αμπέρ

Ουσιαστικό

αμπέρ ουδέτερο άκλιτο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.