κληματόφυλλο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κληματόφυλλο | τα | κληματόφυλλα |
| γενική | του | κληματόφυλλου | των | κληματόφυλλων |
| αιτιατική | το | κληματόφυλλο | τα | κληματόφυλλα |
| κλητική | κληματόφυλλο | κληματόφυλλα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κληματόφυλλα σε μποστάνι
Προφορά
- ΔΦΑ : /kli.maˈto.fi.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλη‐μα‐τό‐φυλ‐λο
Ουσιαστικό
κληματόφυλλο ουδέτερο
- το φύλλο ενός κλήματος
- ※ Πώς να απεικονίσεις ένα ποίημα που αναφέρεται σε έναν γλύπτη («Τυανεύς γλύπτης»); Η ομάδα του κ. Σταμπολίδη τόλμησε να στήσει ένα εργαστήριο γλυπτικής με τον πάγκο, τα παλιά εργαλεία, τα προπλάσματα σε πηλό και γύψο, δανεικά από έναν σύγχρονο γλύπτη, τον Πραξιτέλη Τζανουλίνο, πλάι στο ρωμαϊκό άγαλμα του Ποσειδώνα από το Μουσείο Ελευσίνας και την περίφημη κεφαλή του Διονύσου (2ου αι. μ.Χ.) στολισμένη με κληματόφυλλα και σταφύλια (έργο που είχε χαθεί στη μεγάλη κλοπή του Μουσείου Κορίνθου και επαναπατρίσθηκε έπειτα από δικαστικούς αγώνες ετών). (*)
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κληματόφυλλο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.