αμμολεκάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμμολεκάνη | οι | αμμολεκάνες |
| γενική | της | αμμολεκάνης | των | αμμολεκανών |
| αιτιατική | την | αμμολεκάνη | τις | αμμολεκάνες |
| κλητική | αμμολεκάνη | αμμολεκάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αμμολεκάνη < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.