αμμολεκάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αμμολεκάνη οι αμμολεκάνες
      γενική της αμμολεκάνης των αμμολεκανών
    αιτιατική την αμμολεκάνη τις αμμολεκάνες
     κλητική αμμολεκάνη αμμολεκάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμμολεκάνη < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

αμμολεκάνη θηλυκό

 δείτε τη λέξη  αμμοδοχείο #2
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.