αμμοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμμοδόχος | οι | αμμοδόχοι |
| γενική | της | αμμοδόχου | των | αμμοδόχων |
| αιτιατική | την | αμμοδόχο | τις | αμμοδόχους |
| κλητική | αμμοδόχε | αμμοδόχοι | ||
| Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
αμμοδόχος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.