αμερικανογερμανικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αμερικανογερμανικός | η | αμερικανογερμανική | το | αμερικανογερμανικό |
| γενική | του | αμερικανογερμανικού | της | αμερικανογερμανικής | του | αμερικανογερμανικού |
| αιτιατική | τον | αμερικανογερμανικό | την | αμερικανογερμανική | το | αμερικανογερμανικό |
| κλητική | αμερικανογερμανικέ | αμερικανογερμανική | αμερικανογερμανικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αμερικανογερμανικοί | οι | αμερικανογερμανικές | τα | αμερικανογερμανικά |
| γενική | των | αμερικανογερμανικών | των | αμερικανογερμανικών | των | αμερικανογερμανικών |
| αιτιατική | τους | αμερικανογερμανικούς | τις | αμερικανογερμανικές | τα | αμερικανογερμανικά |
| κλητική | αμερικανογερμανικοί | αμερικανογερμανικές | αμερικανογερμανικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αμερικανογερμανικός < αμερικανο- + γερμανικός
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.me.ɾi.ka.no.ʝeɾ.ma.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐με‐ρι‐κα‐νο‐γερ‐μα‐νι‐κός
Επίθετο
αμερικανογερμανικός, -ή, -ό
Μεταφράσεις
αμερικανογερμανικός
|
|
Πηγές
- αμερικανογερμανικός - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.