αμαλγαμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αμαλγαμάτωση | οι | αμαλγαματώσεις |
| γενική | της | αμαλγαμάτωσης* | των | αμαλγαματώσεων |
| αιτιατική | την | αμαλγαμάτωση | τις | αμαλγαματώσεις |
| κλητική | αμαλγαμάτωση | αμαλγαματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αμαλγαματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
αμαλγαμάτωση θηλυκό
- η παρασκευή αμαλγάματος
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επικάλυψης με αμάλγαμα
- (χημεία) η διαδικασία και το αποτέλεσμα της επεξεργασίας ενός μεταλεύματος και της εξαγωγής (πολύτιμων) μετάλλων
- (μεταφορικά) η συγχώνευση, η ένωση, η ανάμιξη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αμάλγαμα
Μεταφράσεις
αμαλγαμάτωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.